Τι την προκαλεί;

Η στυτική δυσλειτουργία (ΣΔ) είναι μια ιδιαίτερα συχνή πάθηση που επηρεάζει την ποιότητα ζωής των ανδρών. Αυξάνεται με την πάροδο της ηλικίας, και ιδιαίτερα σε άτομα άνω των 40 ετών. Τα προβλήματα της στύσης είναι ιδιαίτερα συχνά στους άνδρες κάθε ηλικίας. Μέχρι την ηλικία των 40 ετών η αιτιολογία τους  είναι συνήθως ψυχογενής, ενώ μετά και όσο αυξάνει η ηλικία τα οργανικά αίτια επικρατούν.  Ωστόσο, δεν είναι αποκλειστικά θέμα γήρανσης.

Η στύση είναι ένα αγγειακό φαινόμενο, αφού χαρακτηρίζεται από αύξηση της ροής του αίματος στα σηραγγώδη σώματα, τους 2 κυλίνδρους μέσα στο πέος που πληρούνται με αίμα μετά από σεξουαλική διέγερση για να επιτευχθεί στύση. Ψυχολογικά αίτια, όπως το άγχος, η κατάθλιψη και τα θέματα σχέσεων μπορούν να επιδεινώσουν ή ακόμα και να ξεκινήσουν τα συμπτώματα της στυτικής δυσλειτουργίας.

Αυτές οι διαπιστώσεις υπογραμμίζουν τη σημασία των ολιστικών προσεγγίσεων για την αντιμετώπισή της, λαμβάνοντας υπόψη τόσο τους φυσιολογικούς όσο και τους ψυχοκοινωνικούς παράγοντες στις στρατηγικές πρόληψης και θεραπείας.

Συχνά αίτια

Η στυτική δυσλειτουργία (ΣΔ) μπορεί να προκύψει από μια ποικιλία φυσικών και ψυχολογικών παραγόντων, που συχνά αλληλεπιδρούν με πολύπλοκους τρόπους. Τα κυριότερα αίτια συνοψίζονται: 

Κυριότερα αίτια στυτικής δυσλειτουργίας

Αγγειακά προβλήματα: Αποτελούν το 70% των οργανικών προβλημάτων της στύσης. Και αυτό γιατί επηρεάζεται η ροή του αίματος στο πέος. Καταστάσεις όπως η αθηροσκλήρωση (σκλήρυνση των αρτηριών), η υψηλή αρτηριακή πίεση και ο διαβήτης μπορούν να βλάψουν τα μικρά κυρίως αγγεία, εμποδίζοντας την επαρκή και γρήγορη ροή αίματος στο πέος. 

Νευρολογικές διαταραχές: Καταστάσεις που επηρεάζουν το νευρικό σύστημα, όπως η σκλήρυνση κατά πλάκας, η νόσος του Πάρκινσον και οι τραυματισμοί του νωτιαίου μυελού, μπορούν να επηρεάσουν τα νευρικά σήματα που είναι απαραίτητα για την επίτευξη και τη διατήρηση της στύσης. 

Ορμονικές παθήσεις: Η ανεπάρκεια τεστοστερόνης, που συχνά σχετίζεται με τη γήρανση (υπογοναδισμός), αλλά επηρεάζεται επίσης από καταστάσεις όπως η παχυσαρκία ή ορισμένες ιατρικές θεραπείες, μπορεί να συμβάλει στη στυτική δυσλειτουργία. 

Φάρμακα: Ορισμένα φάρμακα, συμπεριλαμβανομένων εκείνων για την υψηλή αρτηριακή πίεση, την κατάθλιψη, το άγχος και τις παθήσεις του προστάτη, μπορεί να έχουν παρενέργειες που επηρεάζουν τη στυτική λειτουργία. 

Ψυχολογικοί Παράγοντες: Ψυχολογικά προβλήματα όπως το άγχος, η κατάθλιψη, η χαμηλή αυτοεκτίμηση και τα προβλήματα σχέσεων μπορούν να συμβάλουν στη ΣΔ, είτε ως κύρια αιτία είτε ως επιδείνωση των υπαρχουσών φυσικών καταστάσεων.

Παράγοντες τρόπου ζωής: Οι ανθυγιεινές επιλογές τρόπου ζωής όπως το κάπνισμα, η υπερβολική κατανάλωση αλκοόλ, η κατάχρηση ναρκωτικών και η έλλειψη τακτικής άσκησης μπορούν να αυξήσουν τον κίνδυνο στυτικής δυσλειτουργίας επηρεάζοντας τη ροή του αίματος και τη γενική υγεία. 

Παθήσεις του πέους: Ορισμένα ανατομικά ζητήματα, όπως η νόσος του Peyronie (η ανάπτυξη ουλώδους ιστού μέσα στο πέος) ή καταστάσεις που επηρεάζουν τη δομή του πέους (π.χ. φίμωση), μπορεί να οδηγήσουν σε δυσκολίες στη στύση. 

Χειρουργικές επεμβάσεις: Χειρουργικές επεμβάσεις στην πύελο, όπως ριζική κυστεκτομή ή προστατεκτομή, κοιλιοπερινεϊκη εκτομή του εντέρου, προκαλούν κυρίως καταστροφή των νεύρων της στύσης, αλλά και μερικές φορές των αρτηριών. Η ριζική προστατεκτομή για τη θεραπεία του εντοπισμένου καρκίνου του προστάτη είναι το πιο συχνό χειρουργείο που συνδέεται με απώλεια στύσης. Η έκταση της στυτικής δυσλειτουργίας μετά από ριζική προστατεκτομή μπορεί να ποικίλλει ανάλογα με παράγοντες όπως η χειρουργική τεχνική που χρησιμοποιείται, η ηλικία του ασθενούς, η συνολική υγεία και η προϋπάρχουσα στυτική λειτουργία.

Ψυχολογικό τραύμα ή προηγούμενες εμπειρίες: Προηγούμενες τραυματικές σεξουαλικές εμπειρίες ή πολιτισμικές/οικογενειακές στάσεις απέναντι στο σεξ μπορούν επίσης να επηρεάσουν τη στυτική λειτουργία.  Η κατανόηση των υποκείμενων αιτιών της στυτικής δυσλειτουργίας είναι ζωτικής σημασίας για την αποτελεσματική θεραπεία, η οποία μπορεί να περιλαμβάνει αλλαγές στον τρόπο ζωής, συμβουλευτική, φαρμακευτική αγωγή ή άλλες παρεμβάσεις προσαρμοσμένες στην αντιμετώπιση των συγκεκριμένων παραγόντων που συμβάλλουν.